- λεόντων
- λέωνmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεοντών — Λεοντών, ῶνος, ὁ [λέων] (Α) ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια … Dictionary of Greek
Λεόντων — Λέων masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεοντῶνος — Λεοντών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Αλάμπρα — Αρχαίο ανάκτορο και φρούριο των Μαυριτανών ηγεμόνων της Γρανάδα, χτισμένο πάνω σε ψηλό λόφο στα ανατολικά προάστια της πόλης. Αποτελεί θαυμαστό υπόδειγμα της μεταγενέστερης μαυριτανικής αρχιτεκτονικής. Η ονομασία του προέρχεται κατά μία εκδοχή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… … Dictionary of Greek
лев — род. п. льва, львица, укр. лев, род. п. льва, iльва, ст. слав. львъ λέων (Рs. Sin.), прилаг. львии λεόντων (Супр.), болг. лев, лъв (Младенов 271), сербохорв. лав, словен. lèv, род. п. leva, чеш., слвц. lev, польск. lew, в. луж., н. луж. law.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера